Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2007
ΚΑΡΑΤΖΑ FERRIES
Ο Ξ. Σαρχίδης στην Αιώνια Πόλη.
Η τηλεόραση διαφήμιζε την Avant Card. Μια πρωτοποριακή μεταμοντέρνα πιστωτική με εξαιρετικά συμφέρον επιτόκιο που οι αστερίσκοι και τα ψιλά γράμματα μετέτρεπαν σε επινόκιο.
Ο Σαρχίδης άλλαξε κανάλι κι έβαλε ειδήσεις. Τρομερό σκάνδαλο στη Βουλή. Μετά από ολονύκτια συνεδρίαση και ενώ οι βουλευτές όλων των κομμάτων ξεκινούσαν για το σπίτι, κανένα βουλευτικό αυτοκίνητο δεν έπαιρνε μπροστά. Πρόχειρη εξέταση από μηχανικούς της ΕΛ.ΑΣ. απέδειξε ότι από τα αυτοκίνητα έλλειπαν οι μίζες.
Η αντιπολίτευση κατηγόρησε αμέσως την κυβέρνηση ότι στελέχη της έπαιρναν μίζες. Η κυβέρνηση ανταπάντησε ότι στα 20 χρόνια που η αντιπολίτευση ήταν κυβέρνηση έπαιρνε περισσότερες μίζες. Κυκλοφόρησαν φήμες ότι στα πράγματα γνωστού βουλευτή της βρίζο-σπαστικής αριστεράς βρέθηκε μίζα και αμέσως οργανώθηκε "εξεταστική των πραγμάτων επιτροπή" για να εξετάσει τα πράγματά του.
Ο συγγραφέας ντετέκτιβ Ξ. Σαρχίδης μυρίστηκε δημοσιότητα. Αρκετά με τις υποθέσεις που δε θα μάθαινε ποτέ κανείς. Δούλευε τόσα χρόνια ακούραστος και ο κόσμος γνώριζε μόνο το Χολμς, τον Καρβάλιο, το Μονταλμπάνο, το Χαρίτο, το Μαιγκρέ, τον Πουαρό, το Ρέμπους και άλλους ανύπαρκτους. Εκείνος τουλάχιστον υπήρχε. Δεν ήταν λογοτεχνικός ήρωας. Ήταν ήρωας της καθημερινότητας. Επιλυτής προβλημάτων και συμπαραστάτης απλών ανθρώπων. Όπως η Άννα Bell - Στασουμύγδαλα που έφυγε στα εικοσιπέντε της χρόνια στην Αμερική για να επισκεφθεί τον ετοιμοθάνατο πατέρα της Graham.
"Τί συγκινητική ιστορία", αναπόλησε ο Σαρχίδης κι ένα δάκρυ του καθάρισε λίγο το πουκάμισο.
Ο ετοιμοθάνατος μπαμπάς της είχε χαρίσει το δαχτυλίδι του εφευρέτη παππού του κι εκείνη το είχε βάλει στη βαλίτσα της. Η Ολυμπιακή φόρτωσε κατά λάθος τη βαλίτσα σε πτήση των αερογραμμών της Ανδόρας με προορισμό το Σουδάν. Ο Σαρχίδης κλήθηκε να βρει τη βαλίτσα, ταξίδεψε μέχρι το Χαρτούμ και με αμοιβή τις τελευταίες οικονομίες της κυρίας Στασουμύγδαλα, μητέρας της Άννας, ακολούθησε τα ίχνη της βαλίτσας από το Χαρτούμ στο Τζιμπουτί και από κει στη Τζέντα, τη Τζαμάικα, τη Τζακάρτα και το Ρίο ντε Τζανέιρο χωρίς αποτέλεσμα. Η Άννα πέθανε δύο χρόνια αργότερα από τον καημό της χαμένης βαλίτσας και ο συγγραφέας ντετέκτιβ Ξ. Σαρχίδης έγραψε για τη ζωή της το ανέκδοτο διήγημα με τίτλο "Bagagge Claim Άννα μου στο μνήμα".
Ο Σαρχίδης τηλεφώνησε αμέσως στο γραφείο του υπουργού Δημοσίας Τάξεως Κυρίου Κρότωνα Γράνα και του ζήτησε να αναλάβει την υπόθεση. Ο υπουργός φανατικός θαυμαστής των "ντετέκτιβ-πεδίου" όπως ο Σαρχίδης δέχτηκε και τον κάλεσε στη Βουλή για να ερευνήσει από κοντά το φαινόμενο. Ίχνη betadine και ξυλοκαΐνης στα καπό των αυτοκινήτων τον έπεισαν ότι Οι μίζες είχαν αφαιρεθεί με χειρουργικό τρόπο.
Προς μεγάλη του έκπληξη την ώρα που εξέταζε μια πράσινη ferrari γνωστού σοσιαλιστή βουλευτή, ένα FIAT 500ράκι με πινακίδα ΙΤΑ 8 σταμάτησε εμπρός του. Στα ρουθούνια του Σαρχίδη έφτασε απότομα η γνώριμη μυρωδιά του χλωροφορμίου.
Ο συγγραφέας ντετέκτιβ Ξ. Σαρχίδης ξύπνησε στο κρεβάτι ενός πολυτελούς διαμερίσματος. Τράβηξε την κουρτίνα και αναγνώρισε με έκπληξη το λιμάνι της Ανκόνας. Το τεράστιο επιβατηγό "Άδωνις" της γραμμής Πάτρα-Ανκόνα της ΚΑΡΑΤΖΑ-FERRIES ετοιμαζόταν να αποπλεύσει. Το πρόσωπο του Σαρχίδη άστραψε. Η Ντόνα Καρατζά, η συμμαθήτριά του από το δημοτικό. Έψαξε το δωμάτιο και η αναλαμπή του επιβεβαιώθηκε. Ένα τεράστιο "Ντόνα Καραν." ήταν κεντημένο στα σεντόνια και χαραγμένο στα ποτήρια και τα ασημικά. Βρισκόταν στο μέγαρο της ΚΑΡΑΤΖΑ-FERRIES, της μεγαλύτερης πλοιοκτήτριας επιβατηγών της Ελλάδας.
Η Ντόνα μπήκε απότομα στο δωμάτιο.
-Είπα να μην σε αφήσω να ταλαιπωρείσαι με τις έρευνες, Φόντα, για χάρη των παλιών καιρών. Σε έφερα κατευθείαν στον ένοχο. Καμάρωσέ με.
-Ντόνα εσύ;
-Εγώ Φόντα. Πώς νομίζεις ότι έφτιαξα την αυτοκρατορία της ΚΑΡΑΤΖΑ-FERRIES; Από τα κέρδη του καϊκιού του πατέρα μου Πέραμα-Παλούκια; Ελέγχω τα πάντα Φόντα. Τη μιζέρια της τηλεόρασης και του τύπου, τη μιζέρια του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου, τη μιζέρια της πολιτικής και των πολιτικών. Κάθε φορά που βλέπεις μια μίζερη σειρά στην τηλεόραση, που ακούς τις ίδιες μαλακίες από ένα μίζερο πολιτικάντη ή που ακούς έναν μίζερο μουσικό να τραγουδά τις μιζέριες του και μετά από τον πρώτο του δίσκο να εκδίδει Best Of ξέρεις ποιός κρύβεται στο παρασκήνιο; Εγώ Σαρχίδη. Και ξέρεις ποιά είναι η πρώτη ύλη για τη μιζέρια; Η μίζα.
Ο συγγραφέας-ντετέκτιβ Ξ. Σαρχίδης έμενε αμίλητος. Η Ντόνα Καρατζά τον ξενάγησε στα υπόγεια εργοστάσια μιζέριας. Αποθήκες γεμάτες μίζες και γραφεία με υπαλλήλους και υπολογιστές γέμιζαν το τεράστιο υπόγειο κέντρο παραγωγής και εξαγωγής μιζέριας. Η Ντόνα Κάραν είχε τελειώσει με τους καλλιτέχνες, τους πανεπιστημιακούς, τους τηλεδημοσιορράφους και τώρα απομιζούσε τους έλληνες πολιτικούς.
-Δεν μπορείς να αλλάξεις τίποτε Σαρχίδη. Σε λίγα χρόνια σ' αυτή τη χώρα δεν θα ζει κανείς. Δεν θα σε κρατήσω εδώ. Ξέρω ότι δε θα με καταδώσεις. Θέλω όμως να σου κάνω ένα δώρο.
Δύο υπάλληλοι της Ντόνας έφεραν μια τεράστια μίζα πάνω σε μια παλέτα με ρόδες. Ήταν μίζα αεροπλάνου, από ένα Zaharias 747. Τα θρυλικά αεροσκάφη, τα πρώτα μεγάλης χωρητικότητας πριν από τα JUMBO, χωρούσαν τόσους επιβάτες ώστε μετά από μια πτώση μπορούσαν να γεμίσουν άνετα δύο ολόκληρα νεκροταφεία. Δικαίως οι φοβητσιάρηδες πιλότοι της εποχής τα αποκαλούσαν χαριτολογώντας "δικοιμητήρια".
Ο Σαρχίδης αρνήθηκε το δώρο. Το ότι δεν μπορούσε να αλλάξει την ελληνική βιομηχανία της μιζέριας δεν θα τον έκανε και μισθοφόρο των υπευθύνων... Ζήτησε μόνο ένα αυτοκίνητο και οδήγησε μέχρι τη Ρώμη για να ηρεμήσει.
Μπήκε σε ένα μικρό εστιατοριάκι του παλατίνου λόφου. Έφαγε τη διάσημη μακαρονάδα με "salsa madonna mia" -πιάτο που ο Σαρχίδης μετέφρασε στα ελληνικά ως "Παναγιά μου Sauce"- και κατευθύνθηκε προς τη Fontana di Trevi. Το σιντριβάνι ήταν ήδη κατακερματισμένο αλλά αυτό δεν εμπόδισε το Συγγραφέα Ντετέκτιβ να ρίξει άλλο ένα κέρμα ελπίζοντας να γυρίσει κάποτε στην αιώνια πόλη. Όταν η μιζέρια θα έφτανε στο απροχώρητο, θα χρειαζόταν μια κοντινή καβάτζα...
Παρασκευή 22 Ιουνίου 2007
ΚΑΜΕ ΡΑΜΑΝ
Ρεβυζιονιστικά και ταξικά ζητήματα γύρω από μια υπόθεση του Ντετέκτιβ
Ξ. Σαρχίδη
Ο Ντετέκτιβ Ξ. Σαρχίδης περίμενε ταξί στο πεζοδρόμιο της Ακαδημίας. Είχε περάσει σχεδόν μία ολόκληρη ώρα και ταξί πουθενά. Είχαν εξαφανιστεί; Είχε διατάξει γενική απεργία ο Ταξίαρχος; Όπως και να είχαν τα πράγματα, το ταξίμετρο της Ακαδημίας έδειχνε μηδέν και το όνειρο μιας αταξικής κοινωνίας είχε γίνει έστω και για λίγο πραγματικότητα στο κέντρο της Αθήνας.
Ο Σαρχίδης άφησε τα μαρξυστικά του συμπεράσματα για να ξυστεί και με την άκρη του ματιού του παρατήρησε έναν σταματημένο ταξιτζή που έκανε ακριβώς το ίδιο. Πλησίασε τον τα-ξυν-τζή και του έδωσε τη διεύθυνση του νοσοκομείου. Η Βόνα Petit, ο εφηβικός του έρωτας ήταν στα τελευταία του. Για τους συνομηλίκους της παρέας του '60 που την αποκαλούσαν Βόνα-Πάρτυ δεν ήταν παρά η αρχηγός του καθημερινού ξεσαλώματος ενώ για τους γκόμενους που άλλαζε σαν τα πουκάμισα ήταν η αγαπημένη τους ΛυσσαΒόνα. Για τον Σαρχίδη όμως, ήταν η πρώτη του γυναίκα. Η δική του δεσποινίδα της οδού Αβινιόν.
Αν και οι αναισθησιολόγοι απεργούσαν, η αναισθησία ήταν διάχυτη σε όλο το νοσοκομείο. Ράντζα παντού έκλειναν τους διαδρόμους. Για να οδηγήσεις φορείο μέσα από το απέραντο αυτό Ραντζαστάν χρειαζόσουν ειδικό δίπλωμα σωφέρ-ράντζα. Έφτασε στο δωμάτιό της με μια τεράστια ανθοδέσμη. Η Βόνα ήταν περικυκλωμένη από δεκάδες ορούς που κατέληγαν με σωληνάκια στο σώμα της. Η επιβίωσή της ήταν ζήτημα ορών. Ο Σαρχίδης έπεσε στην αγκαλιά της και άρχισε να κλαίει. Το σώμα του έκανε πέφτοντας ένα περίεργο γκελ.
"Γιατί κλαις άντρα της ζωής μου;", είπε η Βόνα Πάρτυ μέσα από τη μάσκα οξυγόνου, "Δεν έχω απολύτως τίποτε, ήρθα απλώς για την τρίτη μου προσθετική στήθους".
Ο Σαρχίδης κάρφωσε το μάτι του στο υπεύθυνο για το γκελ, ολοκαίνουριο στήθος και θυμήθηκε τις ρεβυζιονιστικές συνήθειες της πρώτης το γκόμενας. Στο στόμα της Βόνας σχηματίστηκε ένα τεράστιο χαμόγελο σαν ανοιχτό μύδι. Ο Σαρχίδης αγνόησε το μυδίαμα και πέρασε στην αντεπίθεση.
"Τότε γιατί αυτή η βιασύνη Βόνα; Το τηλεφώνημά σου;"
"Νομίζεις πως σε κάλεσα εδώ για να με κλάψεις; Έχω να σου αναθέσω μια υπόθεση δολοφονίας..."
Η Βόνα Πάρτυ είχε θάψει ήδη δύο συζύγους. Ο συγγραφέας-ντετέκτιβ Ξ. Σαρχίδης καλούταν να εξιχνιάσει τη δολοφονία του τρίτου συζύγου, του Κάμε Ραμάν επιφανούς ινδού οπερατέρ. Ο πρώτος της σύζυγος φυσικός στο επάγγελμα, είχε πεθάνει στα 30 του από εισπνοή μεγάλης ποσότητας φυσικού αερίου σε εργαστήριο φυσικής του Φυσικού της Πάτρας. Οι γιατροί φυσικά είχαν διαγνώσει φυσικό θάνατο. Ο δεύτερος, ποιητής στο επάγγελμα, πέθανε από μελαγχολία που δεν κατάφερε να εκδώσει ούτε μία ποιητική συλλογή. Οι εκδότες πίστευαν στα γνωστά ονόματα. Έτσι προτιμούσαν χίλιες φορές να εκδώσουν το σίγουρο best seller "Συμβολή στη μελέτη των ψυχαναλυτικών προσεγγίσεων στις κριτικές απόπειρες για την ολιστική ψυχαναλυτική ανάλυση της ψυχοσύνθεσης των μελετητών της υψικαμίνου του Ανδρέα Εμπειρίκου", παρά την ποιητική συλλογή ενός νέου και πιο απειρίκου ποιητού.
Ο οπερατέρ είχε δολοφονηθεί στην Κηφισιά έξω από τον ηλεκτρικό σταθμό, λίγο μετά το γύρισμα. Ο ντετέκτιβ Ξ. Σαρχίδης είχε αποφασίσει να ξεκινήσει την έρευνα από τη Δανάη Λάμα, παραγωγό της τελευταίας ταινίας που γύριζε ο Ραμάν. Έφτασε έξω από το διαμέρισμά της στην οδό Σούτσου. Το μποτιλιάρισμα στην εξώπορτα μαρτυρούσε πως η Δανάη Λάμα ήταν πρωταθλήτρια στην κατανάλωση μπύρας.
"Πρόκειται για μια ταινία του Βαγγελόπουλου, χικ", είπε η Δανάη Λάμα "To μετέωρο βήμα του πιο αργού. Χικ. Ο Ραμάν βοηθούσε το Βαγγελόπουλο να γυρίσει το αγαπημένο του πλάνο στην ταινία. Ένα μονοπλάνο διάρκειας 55 λεπτών χωρίς διακοπή μέσα στον ηλεκτρικό από τον Πειραιά μέχρι την Κηφισιά. Δεν άφηναν κανέναν από μας να μπει στο βαγόνι. Προσπαθούσαν να γυρίσουν το τεράστιο αυτό πλάνο μόνοι τους για μια εβδομάδα, μέχρι που τους διέκοψε η δολοφονία του Κάμε... Είμαστε όλοι συγκλονισμένοι".
"Και ο σκηνοθέτης;", ρώτησε ο Σαρχίδης κάνοντας πως σημειώνει στο μπλοκάκι του ενώ το στυλό του είχε τελειώσει.
"Ο Τεό; Έχει εξαφανιστεί από την ημέρα του φόνου. Δεν μπορούμε να τον βρούμε πουθενά. Σίγουρα θα είναι πολύ συγκλονισμένος".
Η εξαφάνιση του σκηνοθέτη του φάνηκε πολύ περίεργη. Χρειαζόταν όμως αδιάσειστα στοιχεία για να τον ενοχοποιήσει. Δεν αγχώθηκε. Ο συγγραφέας ντετέκτιβ είχε δει όλες τις ταινίες του Βαγγελόπουλου και ήταν σίγουρος ότι με την ταχύτητα που θα το έσκαγε ο ύποπτός του, θα του έπαιρνε τουλάχιστον μήνα για να απομακρυνθεί από την Αθήνα.
Ο Σαρχίδης ζήτησε να δει τα πλάνα που είχαν γυριστεί μέχρι εκείνη τη στιγμή. Μελετώντας τα το ίδιο βράδυ στο φως της λάμπας του γραφείου του παρατήρησε πως όλα τα φιλμ κόβονταν λίγο μετά το Μαρούσι. Το κουδούνι τράβηξε την προσοχή του από το φιλμ. Άνοιξε την πόρτα. Ήταν η Βόνα που λυτρωμένη από τα νοσοκομειακά της αξεσουάρ είχε έρθει να του παραδοθεί άνευ ορών.
"Θέλω να θημυθούμε την πρώτη φορά", είπε και βγάζωντας την μπλούζα επιτέθηκε στον Σαρχίδη.
"Ας σεβαστούμε τη μνήμη του Κάμε, Βόνα, για το θεό, προσπαθώ να εξιχνιάσω το φόνο του", είπε ο Σαρχίδης και δίνοντάς της πίσω τη μπλούζα που μάζεψε από το πάτωμα, έδωσε ένα επαγγελματικό τέλος σ' αυτή την αναπάντεχη νυχτερινή βύζιτα. Έδωσε ραντεβού για το επόμενο βράδυ στο σπίτι της Βόνας στην Κηφισιά όπου σαν άλλος Ηρακλής Πουαρώ θα της τα εξηγούσε όλα.
Ο Σαρχίδης αποφάσισε να ξαναζήσει το σκηνικό του φόνου. Ένα ταξίδι με τον ηλεκτρικό από τον Πειραιά μέχρι την Κηφισιά έκανε την αλήθεια να λάμψει. Ο Τεό θα παρακολουθούσε τον ηθοποιό καθισμένο στη θέση του και τους ταξιδιώτες να μπαινοβγαίνουν ενώ ο Ραμάν με το μάτι του στο βιζέρ της κάμερας και το μυαλό του στο βυζέρ της Βόνας θα γύριζε το περιβόητο πλάνο. Αμέσως μετά το Μαρούσι η εκφωνήτρια του τρένου θα πληροφορούσε τους επιβάτες "Επόμενος σταθμός ΚΑΤ". Ο έμπειρος οπερατέρ με το μυαλό του στη Βόνα θα άκουγε το CUT και θα σταματούσε το γύρισμα. Ο Βαγγελόπουλος εκνευρισμένος θα ξαναγυρνούσε στον Πειραιά και θα επιχειρούσε και πάλι να γυρίσει το πλάνο του. CUT και πάλι από τον Πειραιά.
"Αν ο Ραμάν έκανε το ίδιο λάθος επι μια εβδομάδα θα τον δολοφονούσα κι εγώ ο ίδιος", κατέληξε ο Σαρχίδης και ξεκίνησε για το σπίτι της Βόνας.
"Σιγά μην του κάνω μήνυση που με απήλαξε από τον ινδό μου", είπε η Βόνα, "άλλωστε εδώ και 2 εβδομάδες με φλερτάρει ο Τόμυ, το χρυσό μου έχει γίνει πολύ επίμονος και λέω να ενδώσω στην προταση γάμου του, την έρευνα σου τη ζήτησα έτσι από περιέργεια..."
Η Βόνα Petit αναφερόταν φυσικά στον γερμανό ζάμπλουτο εργοστασιάρχη και επινοητή των αυτοκλιματιζόμενων πουκαμίσων Δρ. Toyotomi Hillfiger που πιθανότατα θα ήταν το επόμενο θύμα της.
"Και η πληρωμή μου;", είπε ο Σαρχίδης με νόημα.
"Παίρνετε "πλαστικό" χρήμα;", ρώτησε η Βόνα με νόημα.
"Όχι mastercard, όχι diner's", είπε ο Σαρχίδης με νόημα.
Μη έχοντας άλλη επιλογή η Λύσσαβόνα τον κράτησε σπίτι και τον πλήρωσε με βύζα.
Ήταν περασμένες 11. Ο συγγραφέας ντετέκτιβ Ξ. Σαρχίδης έψαχνε ταξί για να κατέβει την Κηφισίας. Παραδόξως οι ταξικές διαφορές της Κηφισιάς με το κέντρο της Αθήνας ήταν ελάχιστες, οπότε προτίμησε να πάρει το τρένο. Επόμενος σταθμός CUT, ήταν το τελευταίο που άκουσε πριν τον πάρει ο ύπνος.
Πέμπτη 3 Μαΐου 2007
ΣΤΑΧΤΗ ΚΑΙ BURBBERY'S
Ο Ξ. Σαρχίδης άφησε την MONTEGRAPPA πένα στο γραφείο του και έβαλε μια GRAPPA. Τί σημασία είχε άλλωστε. Άντε και έμπαινε το καλοκαίρι από το παράθυρο στο ηλίθιο λογοτέχνημά του. Τί στο διάολο θα έκανε; Αποφάσισε να επιστρέψει σε ένα από τα αγαπημένα του χόμπι, την αποστήθιση πορνοπεριοδικών. Έκοβε προσεκτικά τα στήθη από όλες τις ιλουστρασιόν μοντέλες και έφτιαχνε κολλαζμένα κολλάζ που κορνιζάριζε προσεκτικά και πουλούσε στα καταστήματα ΒΥΖ-ΑΡΤ και σε βυζαντινές γκαλερί.
Τις εικαστικές αναζητήσεις του Σαρχίδη διέκοψε του χτύπημα του κουδουνιού. Η πόρτα του ασανσέρ άνοιξε και έκαναν την εμφάνισή τους δύο πανομοιότυποι κολλαρισμένοι, ακριβοκουστουμάτοι τύποι. Όχι δεν ήταν δίδυμοι. Ήταν ξαδέρφια. Συστήθηκαν στο Σαρχίδη ως Φίλιππος Νέζης και Φίλιππος Νέζης. Ο συγγραφέας-ντετέκτιβ αναγνώρισε αμέσως τους δύο μεγαλοτραπεζίτες. Οι Φίλιπποι Νέζες έλεγχαν ολόκληρο το ελληνικό τραπεζικό σύστημα όσο και ο Voct Ass τη βιομηχανία φρέσκων κοτόπουλων. Μοναδικός τους αντίπαλος ήταν ο γερμανός Όττο Ε. που για την ώρα δεν αποτελούσε σημαντικό κίνδυνο.
Ο Σαρχίδης εξεπλάγη που η υπόθεση δεν αφορούσε τραπεζικά και επιχειρηματικά ζητήματα. Οι Φίλιπποι Νέζες είχαν εξαπατηθεί και οι δύο από την ίδια γυναίκα. Χωρίς να το έχουν καταλάβει την είχαν παντρευτεί και οι δύο και τις είχαν γράψει σχεδόν όλα τα περιουσιακά τους στοιχεία. Η Μίνα Νέβο Κιπάνο, κινεζογαλλικής καταγωγής διέφευγε σύμφωνα με πληροφορίες που είχαν αποσπάσει οι Φίλιπποι Νέζες, στο Λονδίνο. Αποστολή του Σαρχίδη ήταν να την εντοπίσει και να τη φέρει πίσω πάσει θυσία.
Ο συγγραφέας-ντετέκτιβ ζήτησε 300.000 ευρώ για τα εκτός έδρας του και τα έξοδα παρουσίας, έρευνας και παρακολούθησης. Μετά από σκληρά παζάρια οι Φίλιπποι Νέζες του έδωσαν 5000 ευρώ μετρητά και μια πιστωτική κάρτα DieNurd Club (με σήμα το νεκρό φλούφλη). Το πρωί της επομένης βρισκόταν στο Λούτον, το μεσημέρι έξω από το σπίτι της Μίνας Νέβο και το απόγευμα γύριζε παρακολουθώντας την, όλα τα ακριβά καταστήματα του Λονδίνου με κατάληξη το Burberry's της NEW BOND STREET. Η Μίνα Νέβο Κιπάνο δοκίμαζε ένα φουλάρι στον καθρέφτη. Ατάκε στα ισπανικά σημαίνει επίθεση. Κι ο Ξ. Σαρχίδης επιτιθόταν πάντα στις γυναίκες με τις καλύτερές του ατάκε.
-Μαντάμ, το φουλάρι είναι πραγματικά τόσο υπέροχο που κάνει όλα τα υπόλοιπα πάνω σας να φαίνονται περιττά. Επιτρέψτε μου παράκαλώ να το πληρώσω εγώ.
Ο Σαρχίδης πήρε τη Μίνα αγκαζέ και φτάνωντας στο ταμείο έδωσε το νεκρό φλούφλη του.
-Thanks, although I don't speak spanish... , είπε η Μίνα και έδωσε ένα φιλί στο στόμα του Σαρχίδη. Ο συγγραφέας-ντετέκτιβ μάζεψε τα συντρίμμια των αγγλικών που είχε μάθει στο σχολείο και στην ολιγοήμερη μετεκπαίδευσή του από τις S.A.S. και την προσκάλεσε σε γεύμα. Η υπόθεση γι' αυτόν είχε κλείσει ήδη. Προτιμούσε να προσθέσει μια ερωτική περιπέτεια στις σελίδες της βιογραφίας του, παρά μια σχεδόν απαγωγή που του ζήτησαν Φίλιπποι Νέζες. Φεύγοντας πέταξε το αποτσίγαρό του στη μοκέτα του καταστήματος, προκαλώντας τη μεγαλύτερη πυρκαγιά στην ιστορία των Burbbery's. Δεν θα το μάθαινε ποτέ. Πριν καταφθάσει η πυροσβεστική, το παράξενο ζεύγος είχε ήδη καταφθάσει σε πανάκριβο λονδρέζικο εστιατόριο.
Ο συγγραφέας ντετέκτιβ Ξ. Σαρχίδης παρήγγειλε φουά γκρά με μαρμελάδα και ένα Σατώ Μπαϊρού του '82. Ενώ έκλεινε τον κατάλογο με ύφος ανάμεσα σε μπον-βιβέρ και μπον-φιλέ, η Μίνα Νέβο Κιπάνο έβγαλε τη γόβα κι άρχισε να του χαϊδεύει αργά τη γάμπα κάτω από το τραπέζι. Ο σερβιτόρος επέστρεψε σε μερικά δευτερόλεπτα. Το Μπαϊρού είχε τελειώσει κι έτσι ο Ξ. Σαρχίδης έπρεπε αναγκαστικά να διαλέξει ανάμεσα σε ένα Σαρκοζύ και ένα Σεγκολέν Ρουαγιάλ του '87. Καλή Χρονιά, σκέφτηκε ο Σαρχίδης. Όχι φυσικά για τους αμπελώνες του Σεγκολέν αλλά για 'κεινον, που είχε εξιχνιάσει τη δολοφονία του Michael Xehnarebilly μεγάλου κοσμηματοπώλη του Λονδίνου και συνεταίρου του Tiffany. Υπεύθυνος για τη δολοφονία ήταν ο ίδιος ο Tiffany που επεδίωκε να καρπωθεί το μερίδιο της Xehnarebilly-Tiffany και να ανοίξει δικό του κοσμηματοπωλείο στο Μayfair.
Ένα από τα φετίχ της Μίνας ήταν να μαστιγώνει τους εραστές της με μια πιπίλα chico κρεμασμένη σε ροζ πλαστικό αλυσιδάκι. Ο Σαρχίδης πέρασε μια καυτή νύχτα και το πρωί άφησε τη Μίνα και το Λονδίνο και επέστρεψε γεμάτος πιπιλιές στην Αθήνα. Το τηλεγράφημά του στους Νέζες ήταν απελπιστικά σύντομο:
Δεν τη βρήκα. Στοπ. Οι πληροφορίες μου λένε ότι κλέφτηκε με ιρλανδό δουλέμπορο και έχει ανοίξει εργαστήριο καλαθοπλεκτικής σε γκέτο αβοριγίνων στην Αυστραλία. Στοπ. Έκανε πλαστική παντού και κυκλοφορεί με το ψευδώνυμο Φρίντα Κιάλλο. Στοπ.
Το μόνο που έμεινε στο συγγραφέα-ντετέκτιβ ήταν 5 ευρώ από την αμοιβή και μια γυμνή φωτογραφία της Μίνας με αφιέρωση. Έκοψε προσεκτικά το στήθος της και το έβαλε στο τελευταίο του κολλάζ. Άραξε στον καναπέ και έβαλε το αγαπημένο του Τηλεφώξ. "Πιρούνι κυρίες και κύριοι, από το αρχαιοελληνικό πυρ και το Ούνοι, μια άγρια πολεμική ιαχή που με τη δύναμη της γλώσσας έγινε εργαλείο φαγητού". Ο Σαρχίδης πάτησε το μαγικό κόκκινο κουμπί του τηλεκοντρόλ. Το καλοκαίρι έμπαινε υγρό από το ζεστό παράθυρο... Ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων...
Πέμπτη 22 Μαρτίου 2007
ΟΡΧΙΔΕΕΣ ΣΤΟ ΜΠΑΝΙΟ
Η παραμονή της Καθαρής Δευτέρας έπεφτε Κυριακή. Μια Κυριακή οδυνηρή για τον συγγραφέα ντετέκτιβ Ξ. Σαρχίδη. Είχε κατέβει για μια Κυριακάτικη χωρίς το DVD, βόλτα στο κέντρο. Φορούσε την πανάθλια καμπαρντίνα του κι από μέσα ένα διαφημιστικό T-shirt της Interamerican. Πέρασε μέσα από μια διαδήλωση φιλολόγων που διαδήλωναν πως τα παραδοσιακά άρθρα ήταν τα ο-η-το-του-τον-της κτλ και ότι το άρθρο 16 δεν είχε καμμία θέση μέσα σε αυτά. Ο γνωστός καθηγητής Χαράλαμπος Νιώτης γνωστός και ώς Μπάμπης οδηγούσε την πορεία με την τεράστια ντουντούκα του. Δίπλα του ένας παρατρεχάμενος ηχογραφούσε τα συνθήματα σε CD. Στο τέλος της ημέρας όλα τα CD με τα συνθήματα αποστέλονταν στο CDονιστικό της Αθήνας. Κάποιος από τους διαδηλωτές πρόσεξε το ..american στο T-shirt του Σαρχίδη και τον θεώρησε ασφαλίτη, ένας δεύτερος το είδε ολόκληρο και τον θεώρησε ασφαλιστή. Και οι δύο του την έπεσαν για δικούς τους λόγους ο καθένας και φώναξαν κι άλλους διαδηλωτές. Άρχισαν να τον φτύνουν και να τον κλωτσούν με τις μπότες τους. Μετά το αναπάντεχο αυτό ροχαλητό και το ασταμάτητο μπότοξ ο Σαρχίδης σηκώθηκε σαν να μην συνέβαινε τίποτα και γύρισε στο σπίτι.
Την επομένη ήταν καθαρή Δευτέρα και ο Σαρχίδης προετοιμάστηκε για το καθιερωμένο ετήσιο μπάνιο του. Καθώς σαπουνιζόταν, από τη σκέψη του περνούσαν οι γυναίκες της μίζερης ζωής του. Αυτές οι μικρές αναλαμπές ευτυχίας και έμπνευσης που είχαν γυναικεία ονόματα. H Βάλερυ Άννα, η Πέτρα Τουσκανδάλου, Η Μαρί Ζακώχ, η Muna Gelostucharlie. Το σαπούνισμα έφτασε επιτέλους στους όρχεις. Ήταν η μαγική στιγμή. Όταν ο συγγραφέας ντετέκτιβ Ξ. Σαρχίδης σαπούνιζε τους όρχεις του, του έρχονταν οι καλύτερες ιδέες για αστυνομικά μυθιστορήματα. Ο Σαρχίδης το γνώριζε κι είχε κρεμάσει ένα μπλοκάκι σημειώσεων στο μπάνιο για να σημειώνει τις ορχιδέες του.
Το παράξενο αυτό brainstorming διέκοψε ο ήχος του τηλεφώνου. Ήταν ο Άλκης Τις, πρώτος ψάλτης στην εκκλησία του Αγίου Ανήμερα και συμμαθητής του Σαρχίδη από το Δημοτικό. Δεν ήταν καμμιά φοβερή υπόθεση που να εμπλέκει πολιτικούς και υψηλόβαθμα στελέχη εταιριών. Ήταν η γιαγιά του Άλκη Τι. Είχε εξαφανιστεί από την προηγούμενη δευτέρα και ο φτωχός ψάλτης είχε μόνο τον παλιό του συμμαθητή για να εναποθέσει τις ελπίδες του. Ο Σαρχίδης σκούπισε τα σαπούνια με την πετσέτα. Ο Τις έπταιγε για τη διακοπή του μπάνιου. Αυτό ήταν σίγουρο. Αλλά τίς έπταιγε για την εξαφάνιση της γιαγιάς;
Ενώ ντυνόταν άνοιξε την τηλεόραση. Οι τηλεμουφτήδες της πρωινής ζώνης είχαν διακόψει ταυτόχρονα τα λαϊκά τους δικαστήρια για ένα μικρό διαφημιστικό διάλειμμα. Την οθόνη γέμισε η διαφήμιση του πολυκαταστήματος παιχνιδιών του μεγαλοεπιχειρηματία Τζάμπου. Ένα παιδάκι είχε στήσει ένα τεράστιο στόχο στην αυλή του σπιτιού και ετοιμαζόταν να παίξει σκοποβολή με την πλαστική του καραμπίνα. Πίσω από το στόχο είχε κρύψει δεμένη και φιμωμένη τη γιαγιά του. Έπειτα καλούσε τον πατέρα του να παίξουν μαζί σκοποβολή. Την ώρα που ο άμοιρος πατέρας ετοιμαζόταν να ενδώσει, το παιδάκι αντικαθιστούσε την πλαστική καραμπίνα με αληθινή. Ο πατέρας πυροβολούσε τελικά τη γιαγιά η οποία έπεφτε, νεκρή από τα σκάγια, στο έδαφος γεμίζοντας αίματα το γρασίδι. Το παιδάκι κοιτώντας τον έντρομο πατέρα ούρλιαζε από την οδύνη που είχε χάσει τόσο βάναυσα την μονάκριβη γιαγιά του. Αμέσως μετά, ένα κοντινό πλάνο έδειχνε τον μικρό προβοκάτορα που αναφωνούσε: "θα σε συγχωρέσω... Πάμε Τζάμπου τώρα!".
Ο Ξ. Σαρχίδης αηδίασε προς στιγμήν με την παιδαγωγική διάσταση της ελληνικής διαφήμισης, αμέσως μετά όμως έφερε στο νου του την εικόνα της νεκρής γιαγιάς. Ήταν φτυστή ο Άλκης Τις. Η εταιρία παραγωγής είχε προφανώς τσιγγουνευτεί τα ειδικά εφφέ, το μακιγιάζ και την αμοιβή της ηθοποιού και είχε αρκεστεί σε μια περαστική γιαγιά και μια πραγματική καραμπίνα. Ο Ξ Σαρχίδης φόρεσε την δερμάτινη θήκη με το όπλο του και βγήκε στο δρόμο. Όχι εκείνος δεν θα τους συγχωρούσε αυτό που έκαναν στη γιαγιά του συμμαθητή του ακόμη κι αν πήγαιναν Τζάμπου τώρα.
-Ακολούθησέ με στο τμήμα, είπε μία ώρα μετά στον Κωνσταντίνο Ωσμίδη διευθυντή μεγάλης διαφημιστικής κάπου στο Χαλάνδρι.
-6 καταχωρήσεις και 1 τηλεοπτικό για τα πανάθλια βιβλία σου Σαρχίδη, αντιπρότεινε ο Κ. Ωσμίδης.
-Ο Ξ. Σαρχίδης δεν ξεπουλάει έτσι εύκολα τις φιλίες του.
-Καλώς. Και μια συνέντευξη στην Ellie Stein.
Μια τηλεοπτική συνεύρεση με τη διάσημη γερμανίδα δημοσιογράφο θα έδινε άλλη ώθηση στη λογοτεχνική καριέρα του Σαρχίδη. Έπρεπε να είναι ηλίθιος για να αρνηθεί. Παρόλαυτά δεν αρνήθηκε.
-Σύμφωνοι, είπε και έδωσε το χέρι του στον Κ. Ωσμίδη.
Γυρνώντας στο σπίτι πληροφορήθηκε από τον τηλεφωνητή ότι ο Άλκης Τις είχε βρει τη γιαγιά του. Παρόλαυτά εκείνος είχε ανταλλάξει ένα άγνωστο θύμα με μια βιβλιοκαμπάνια. Τηλεφώνησε στο τμήμα και έδωσε χωρίς δεύτερη σκέψη το διαφημιστή. Ένα βάρος πέταξε από την ψυχή του Σαρχίδη προς το κοντινότερο γυμναστήριο.
Έβαλε τηλεφωξ. Ένας αρχαιολάγνος επιστήμων αποκάλυπτε στους τηλεθεατές πως οι αρχαίοι πρόγονοί μας δεν είχαν καταφέρει να τριχοτομήσουν το ευθύγραμμο τμήμα γιατί χρησιμοποιούσαν λάθος τρίχες με αποτέλεσμα να σπάνε οι τρίχες πριν κόψουν το ευθύγραμμο τμήμα.
-Τρίχες, αναφώνησε ο Σαρχίδης και του ήρθε μια τέλεια ορχιδέα.
ΦΟΝΟΣ ΣΤΟ SPA
Mια υπόθεση του ντετέκτιβ Ξ. Σαρχίδη
Ο ντετέκτιβ Ξ. Σαρχίδης παρακολουθούσε εδώ και τρείς ώρες ένα ντοκιμαντέρ για τον αυνανισμό των θαλασσίων ελεφάντων. Κάπνιζε σιωπηλά και κάθε τόσο αναφωνούσε "Τί μαλακισμένα ζώα...". Η αλήθεια ήταν ότι ούτε τα εν λόγω ζώα ούτε ο αυνανισμός τους τον ενδιέφεραν ιδιαίτερα. Ο Ξ. Σαρχίδης αρεσκόταν να παρακολουθεί ντοκυμαντέρ με υποβρύχια πλάνα. Του θύμιζαν τις ηρωικές μέρες του στους ΕΠΕΝΔΥΤΕΣ, επίλεκτη ομάδα υποβρυχίων καταστροφών γνωστού ακροδεξιού κόμματος. Το χτύπημα του τηλεφώνου, συνέπεσε με την εκσπερμάτωση ενός θαλασσίου ελέφαντα τον Βορείων θαλασσών.
Ήταν ο Ανέστης Γκοραμένος, νονός της Αθηναϊκής νύχτας, έμπορος οπλών (από βοοειδή και άλογα) και ιδιοκτήτης της μεγαλύτερης αλυσίδας SPA για κυράτσες της υψηλής κοινωνίας. Οι βασιλικές περιποιήσεις των αισθητικών και των μασέρ που απολάμβαναν οι σύζυγοι υψηλόβαθμων αστυνομικών, στρατιωτικών και βιομηχάνων χάριζαν στις επιχειρήσεις του Γκοραμένου την απαραίτητη ανώνυμία. Το γεγονός ακόμη ότι είχε αρκετούς γνωστούς στις τάξεις των γνωστών αγνώστων συνέβαλε στο ότι ενώ στα άλλα SPA της περιοχής, επιτίθονταν συχνά με αυτοσχέδιες μολότοφ από μπουκάλια μπύρας, τα SPA Γκοραμένος παρέμεναν χρόνια στο αμπυρόβλητο.
Ο Γκοραμένος κάλεσε το διάσημο ντετέκτιβ στο SPA του στην Πατησίων. Μία επιφανής πελάτισσα είχε πυροβοληθεί στο κεφάλι, είχε συρθεί έπειτα στα λασπόλουτρα, είχε αλοιφθεί με κρέμα σώματος και είχε ψηθεί με αιθέρια έλαια στο solarium στους 150 βαθμούς για δύο ώρες. Ο δράστης αυτής της ανεκδιήγητης μαμαλακείας είχε φροντίσει να εκτελέσει τη μαγειρική του την ώρα που οι περισσότερες πελάτισσες είχαν τα μάτια τους καλυμμένα με φέτες από αγγούρι κι έτσι κανείς δεν έχει δει το πρόσωπό του.
Ο Σαρχίδης διέταξε να μην κινηθεί κανείς από τη θέση του. Έφτασε στο SPA της Πατησίων κι έκανε σχολαστική σωματική έρευνα σε όλες τις πελάτισσες, ασχολία που του ξύπνησε ορμές θαλάσσιου ελέφαντα.
Στα ντους των γυναικών ανακάλυψε τραβώντας την κουρτίνα ένα σαρανταπεντάρι Smith & Wesson τόσο καλοδιατηρημένο που φαινόταν τριαντάρι. Στην κάνη του ήταν βιδωμένος ένας χρυσός σιγαστήρας Cartier με πολύτιμους λίθους και κρύσταλλα Swarowski. Ο Σαρχίδης είχε δει κι άλλους τέτοιους σιγαστήρες όταν υπηρετούσε στην πολιτοφυλακή του Saint Derfor. Οι γάλλοι τους αποκαλούσαν Χαϊλέ Σιλανσιέ και ήταν απόδειξη του πλούτου και της χαΐλας του δολοφόνου.
Ο Σαρχίδης ξεβίδωσε το σιγαστήρα, τον έβαλε στην τσέπη του και βίδωσε στη θέση του αυτόν από το δικό του περίστροφο τύπου Τ-Spouch-Ass. Με το όπλο ανά χείρας μπήκε στο γραφείο του Γκοραμένου να του ανακοινώσει τα αποτελέσματα της έρευνας. Ο Γκοραμένος είδε το όπλο με το σιγαστήρα και αναφώνησε"
-Τ-Spouch-Ass, θεέ μου τί μπαναλιτέ, τι βηταδούρα, με εκπλήσσετε αγαπητέ Ξενοφόντα.
Ο Σαρχίδης κόλλησε το μπανάλ σιγαστήρα του στον κρόταφο του Γκοραμένου. Η αντίδραση του νονού της νύχτας στη θέα του σιγαστήρα Τ-Spouch-Ass δεν άφηνε περιθώρια αμφιβολίας...
-Γιατί τη σκότωσες κατακάθι της κοινωνίας;
-Μου χρωστούσε δύο επισκέψεις και ένα μασάζ... Και δεν τη σκότωσα, τη μαγείρεψα.
-Γιουράντερ Αρέστ, συνέχισε ο Σαρχίδης.
-Πώς ξέρεις το πραγματικό μου όνομα;
-Σε παρακολουθώ από όταν ήρθες από τη Γεωργία Γιούρι. Ήμουν η σκιά σου.
-Δεν έχει σημασία πια. Δεν μπορείς να με καταδώσεις... Γνωρίζω τα πάντα για το παρελθόν σου ΕΠΕΝΔΥΤΗ Σαρχίδη. Η σιωπή μου σε κρατά ακόμη στο αμπυρόβλητο...
Ο Ξ. Σαρχίδης τράβηξε τη σκανδάλη. Ο νονός έπεσε νεκρός στο έδαφος. Η αθηναϊκή νύχτα θα έπρεπε από δω και πέρα να αγοράζει μόνη, τη λαμπάδα της για την ανάσταση.
Ο Σαρχίδης βγήκε από την είσοδο του SPA στη χειμωνιάτικη Πατησίων. Γύρισε για να ρίξει μια τελευταία ματιά στην ταμπέλα. Φαντάστηκε τον εαυτό του λυτρωμένο από την αφραγκία και το άγχος της ζωής του ιδιωτικού αστυνομικού. Άν είχε το κεφάλαιο να ανοίξει ένα δικό του SPA θα χεζόταν στο τάληρο και θα περιστοιχιζόταν καθημερινώς από ωραιοπαθείς γκομενάρες που θα ζητούσαν τις συμβουλές του. Τράβηξε μια τζούρα από το τσιγάρο του και μέσα στον καπνό είδε το όνομά του γραμμένο με μεγάλα γράμματα στην ταμπέλα. "SPA Σαρχίδης".ΤΟΣΤ ΤΖΑΜΠΟΝ
Ο ντετέκτιβ Ξ. Σαρχίδης άφησε την καύτρα του τσιγάρου να του λερώσει το χρόνια άπλυτο leave ice τζιν. Καταβρόχθισε την τελευταία μπουκιά από το πρωινό του τοστ και ξέπλυνε το στόμα του με μια τελευταία γουλιά ουίσκι. Το πρωινό τοστ φτιαγμένο με τη φθηνότερη χοιρινή ωμοπλάτη της αγοράς (γνωστής και ως τζαμπόν) ήταν μια από τις ελάχιστες ιεροτελεστίες που ο Ντετέκτιβ Ξ. Σαρχίδης επέτρεπε στον εαυτό του. Ο διασχημότερος συγγραφέας ντετέκτιβ της Αθήνας πάτησε το λιγδιασμένο κουμπί του τηλεκοντρόλ και η μόλις ελαχίστων ιντσών τηλεόραση, αποκάλυψε ένα από τα copy-paste πρωινά ντουέτα ηλιθίων που καλούν πολιτικούς για να τους βρίσουν και διαβάζουν εξώφυλλα εφημερίδων δείχνοντας ένα - ένα τα γράμματα με το στυλό.
Έκλεισε την τηλεόραση και ακούμπησε το τηλεκοντρόλ πάνω σε ένα αντίτυπο του τελευταίου του βιβλίου. Στο "Η Μαύρη Χάλια" που είχε πουλήσει μόλις δύο αντίτυπα στα αθηναϊκά βιβλιοπωλεία, ο Σαρχίδης εξιστορούσε την εξιχνίαση της δολοφονίας μιας μάλλον άσχημης σχεδιάστριας μόδας από τη Γκαμπόν. Η παρουσίαση είχε γίνει στο βιβλιοπωλείο Ελευθερου-Δάκη που είχε ανοίξει γνωστός τραγουδιστής μετά την αποφυλάκισή του. Παρούσα ήταν μόνο η ηλικιωμένη Κυρία Σαρχίδη μητέρα του συγγραφέα-ντετέκτιβ και η τότε ερωμένη του, βορειοαμερικανή μοντέλα Cindy Recorder.
"Μεγάλες μέρες", σκέφτηκε ο Σαρχίδης και χρησιμοποιώντας το ετοιμοθάνατο τσιγάρο του άναψε το επόμενο. Η τελευταία δολοφονία που είχε εξιχνιάσει πριν μείνει ολοκληρωτικά άνεργος ήταν αυτή ενός λιμενεργάτη που είχε βρεθεί στην αποβάθρα του σταθμού Λαρίσης ημίγυμνος. Στο στήθος του ήταν χαραγμένη με κοπίδι η φράση "σαγαπάειοπωσεγώα πεσμουσεπαρακαλώα". Ήταν η φύση εκείνου του μηνύματος που είχε οδηγήσει τον Ξ. Σαρχίδη στη λύση του μυστηρίου. Τα περιέγραφε όλα στο δέυτερο αποτυχημένο βιβλίο του με τίτλο "Κώδικας Στα Νίση".
Το τηλέφωνο χτύπησε έξι φορές. Ο Σαρχίδης το σήκωσε. Ήταν ο Ιωακείμ Μοντέρναστέχνης, ο ιδιοκτήτης του ομώνυμου μουσείου. Το θέμα ήταν λεπτό. Ένα επιφανές μέλος της κυβέρνησης είχε βρεθεί νεκρό παρέα με ένα αρχαίο άγαλμα κούρου σε στάση 69 στο πωλητήριο του μουσείου. Τα αντικείμενα που είχαν βρεθεί μαζί του περιέπλεκαν την κατάσταση. Η αστυνομία υποπτευόταν σατανιστικές τελετές. Ο Μοντερναστέχνης υποστηρικτής του κυβερνώντος κόμματος και η κόρη του -εξίσου κόμματος- δεν ήθελαν να δωθεί δημοσιότητα.
Ήταν η ευκαιρία της ζωής του. Ο Ξ. Σαρχίδης έκλεισε το τηλέφωνο και έσβησε το τσιγάρο του κάπου ανάμεσα στο τηλεκοντρόλ και το αντίτυπο του "Η Μαύρη Χάλια". Βγήκε στο δρόμο. Λίγο περπάτημα θα του έκανε καλό και επιπλέον στο πορτοφόλι του είχε μόνο ένα εξιτήριο και για το λεωφορείο χρειαζόταν ακριβώς το αντίθετο. Έφτασε εξουθενωμένος στο Μουσείο Μοντερναστέχνης στις τρείς τη νύχτα. Ο ιδιοκτήτης του μουσείου τον περίμενε στο πωλητήριο.
Το θέαμα ήταν φρικτό. Ο υπουργός παιδείας κείτοταν γυμνός και αντιστρόφως επίκουρος -δηλαδή ανάποδα επάνω στον κούρο. Γύρω του πάνω σε κυκλικές ράγες γυρνούσε ένα παιδικό τρενάκι με μπαταρίες. Τα οπίσθιά του ήταν καλυμμένα από το τελευταίο τεύχος του περιοδικού καπνιστριών Madame Fougaro. Δίπλα στο πρόσωπο του κούρου τα κεράκια μιας τούρτας γενεθλίων συνέχιζαν να καίνε και ένας ξύλινος ταϊλανδέζικος δονητής ήταν προσεκτικά τοποθετημένος μέσα σε ένα βάζο μαρμελάδας κεράσι. Θρύψαλα από χριστουγεννιάτικες μπάλες ήταν διάσπαρτα στα μαλλιά του υπουργού και μια κηλίδα αίμα από το λαιμό του σχημάτιζε στο μάρμαρο το γνωστό παπάκι των emails (@). Η ατμόσφαιρα μύριζε βασιλικό. Η αλάνθαστη όσφρηση του Ξ. Σαρχίδη επιβεβαιώθηκε όταν πρόσεξε πως στην αριστερή φτέρνα του υπουργού ήταν καρφωμένη μια πηρουνιά ταλιατέλες με πέστο. Το φρικαλέο σκηνικό συμπλήρωναν δύο γάντια του μποξ, ένα προφυλακτικό με γεύση πορτοκάλι, ένας γεμιστήρας οπλοπολυβόλου και ένας ηλεκτρονικός κόφτης γύρου με το καλώδιό του τυλιγμένο προσεκτικά στον δεξιό αντίχειρα του θύματος. Δύο χαρτονομίσματα των πενήντα ευρώ τυλιγμένα μασούρι στόλιζαν τα δύο αυτιά του υπουργού.
Ο Ξ. Σαρχίδης έβγαλε μια λαβίδα και αφαιρώντας προσεκτικά τα δύο πενηντόευρα τα τοποθέτησε σε μια πλαστική θήκη την οποία και τσέπωσε.
"Πόσος χρόνος θα σας χρειαστεί για την έρευνα;", ρώτησε ο Μοντερναστέχνης.
"Δεν χρειάζομαι χρόνο", είπε ο Σαρχίδης "γνωρίζω ήδη τον ένοχο".
"Ποιός είναι;", ρώτησε συγκινημένος ο μουσειάς.
"Πόσα δίνετε;"
"1000 ευρώ".
"Πέντε", είπε ο Σαρχίδης.
"Δύο", αντιπρότεινε ο Μοντερναστέτοιος.
"Τέσσερα ακατέβατα", είπε ο Σαρχίδης.
"Αποκλείεται!", είπε ο Ιωακείμ Μοντερναστέχνης.
"Ε, παρ' τα αρχίδια μου", είπε ο διάσημος ντετέκτιβ και κλωτσώντας εκνευρισμένος το βάζο μαρμελάδα με το δονητή βγήκε από το μουσείο.
Είχε αρχίσει να ξημερώνει. Ο συγγραφέας-ντετέκτιβ Ξ. Σαρχίδης έβγαλε το σακουλάκι με τα πενηντόευρα. Αγόρασε τσιγάρα για όλη την εβδομάδα και με τα ρέστα πήρε ταξί για το σπίτι. Η ώρα για το καθιερωμένο τοστ τζαμπόν πλησίαζε.